- ὑμνήτρια
- ὑμν-ήτρια, ἡ, = sq., Ath.Mitt.35.458 (Pergam.), IG22.5100, 5131.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υμνήτρια — η / ὑμνήτρια, ΝΜΑ βλ. υμνητής … Dictionary of Greek
ὑμνήτριαι — ὑμνήτρια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υμνητής — ο / ὑμνητής, ΝΜΑ, θηλ. υμνήτρια Ν, θηλ. ὑμνήτρια και ὑμνήστρια και ὑμνητρίς, ίδος, Α 1. αυτός που ψάλλει ύμνους 2. αυτός που εξυμνεί, που επαινεί, εγκωμιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμνῶ. Ο τ. ὑμνήστρια κατά το ὀρχήσ τρια] … Dictionary of Greek